- ἐκέκαστο
- ἐκέκαστο: see καίνυμαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐκέκαστο — καίνυμαι overcome plup ind mp 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκέκασθ' — ἐκέκαστο , καίνυμαι overcome plup ind mp 3rd sg (epic doric) ἐκέκασθε , καίνυμαι overcome plup ind mp 2nd pl (epic doric) ἐκέκασθε , καίνυμαι overcome plup ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεπτοσύνη — κλεπτοσύνη, ἡ (Α) [κλέπτης] 1. η τέχνη τής κλοπής και τής απάτης 2. η πανουργία, ο δόλος, η απιστία («ὅς ἀνθρώπους ἐκέκαστο κλεπτοσύνη», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek